- επτάπυλος
- -η, -ο (AM ἑπτάπυλος, -ον)(για οχυρωμένη πόλη) με επτά πύλες («Θήβης ἕδος εἵλομεν ἑπταπύλοιο», Ομ. Ιλ.)αρχ.φρ. «ἑπτάπυλος κλῑμαξ» — κλίμακα που συμβολίζει την άνοδο τής ψυχής μέσα από τις πλανητικές σφαίρες.
Dictionary of Greek. 2013.